- χυμισμός
- ο, Ν1. βιολ. η βιοχημική κατάσταση τών χυμών, τών υγρών τού οργανισμού2. χημ. το σύνολο τών μεταβολών που συντελούνται στις χημικές ιδιότητες ενός φυσικού μέσου, λ.χ. στο νερό ή στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.